• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

planta

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ισλανδικά (is)
    • 1.1 Ουσιαστικό
  • 2 Ισπανικά (es)
    • 2.1 Ουσιαστικό
      • 2.1.1 Συγγενικές λέξεις
  • 3 Λατινικά (la)
    • 3.1 Ουσιαστικό
    • 3.2 δείτε επίσης
  • 4 Ρουμανικά (ro)
    • 4.1 Ρήμα

Ισλανδικά (is) Επεξεργασία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

planta (is)

  • (βοτανική) φυτό



Ισπανικά (es) Επεξεργασία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

ενικός πληθυντικός
planta plantas

planta (es) θηλυκό

  • (βοτανική) το φυτό

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • plantar



Λατινικά (la) Επεξεργασία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

planta (la)

  • (βοτανική) φυτό

δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  • plantare
  • plantarium
  • plantatio
  • plantiger



Ρουμανικά (ro) Επεξεργασία

  ΡήμαΕπεξεργασία

planta (ro)

  • φυτεύω
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=planta&oldid=3873919"
Τελευταία επεξεργασία στις 17 Μαΐου 2017, στις 13:05

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 17 Μαΐου 2017, στις 13:05.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie