pivotant
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | pivotant | pivotants |
θηλυκό | pivotante | pivotantes |
Επίθετο επεξεργασία
pivotant (fr)
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη pivot
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | pivotant | pivotants |
θηλυκό | pivotante | pivotantes |
pivotant (fr)