Ετυμολογία

επεξεργασία
pisti < pist- + -i
ρήμα pisti
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας pistas pistanta pistata
αόριστος pistis pistinta pistita
μέλλοντας pistos pistonta pistota
υποθετική pistus - -
προστακτική pistu - -

pisti (eo)