pipro
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- pipro < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pipro | piproj |
αιτιατική | pipron | piprojn |
pipro (eo)
- το πιπέρι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pipro | piproj |
αιτιατική | pipron | piprojn |
pipro (eo)