pikupo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- pikupo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pikupo | pikupoj |
αιτιατική | pikupon | pikupojn |
pikupo (eo)
- το πικ απ
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pikupo | pikupoj |
αιτιατική | pikupon | pikupojn |
pikupo (eo)