piedingo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- piedingo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | piedingo | piedingoj |
αιτιατική | piedingon | piedingojn |
piedingo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | piedingo | piedingoj |
αιτιατική | piedingon | piedingojn |
piedingo (eo)