piedestalo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- piedestalo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | piedestalo | piedestaloj |
αιτιατική | piedestalon | piedestalojn |
piedestalo (eo)
- το βάθρο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | piedestalo | piedestaloj |
αιτιατική | piedestalon | piedestalojn |
piedestalo (eo)