Ετυμολογία

επεξεργασία

piła < πρωτοσλαβική λέξη: pila

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈpʲiwa/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

piła (pl) θηλυκό

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

piła (pl)

  • τρίτο ενικό πρόσωπο του θηλυκού του ρήματος pić στον παρελθόντα χρόνο