piła
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαpiła < πρωτοσλαβική λέξη: pila
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαpiła (pl) θηλυκό
- το πριόνι
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαpiła (pl)
- τρίτο ενικό πρόσωπο του θηλυκού του ρήματος pić στον παρελθόντα χρόνο