phosphorique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fɔs.fɔ.ʁik/
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
phosphorique | phosphoriques |
phosphorique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
phosphorique | phosphoriques |
phosphorique (fr) αρσενικό ή θηλυκό