philosophal
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | philosophal | philosophaux |
θηλυκό | philosophale | philosophales |
Επίθετο
επεξεργασίαphilosophal (fr)
- συναντιέται μόνο στην έκφραση pierre philosophale
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | philosophal | philosophaux |
θηλυκό | philosophale | philosophales |
philosophal (fr)