phénoménologue
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
phénoménologue | phénoménologues |
Ουσιαστικό επεξεργασία
phénoménologue (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- φαινομενολόγος, φιλόσοφος που ασχολείται με την φαινομενολογία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη phénomène