phénoménalité
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
phénoménalité | phénoménalités |
Ουσιαστικό επεξεργασία
phénoménalité (fr) θηλυκό
- η ουσία, ο χαρακτήρας ενός φαινομένου
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη phénomène
ενικός | πληθυντικός |
phénoménalité | phénoménalités |
phénoménalité (fr) θηλυκό