periskopo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- periskopo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | periskopo | periskopoj |
αιτιατική | periskopon | periskopojn |
periskopo (eo)
- το περισκόπιο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | periskopo | periskopoj |
αιτιατική | periskopon | periskopojn |
periskopo (eo)