penúltimo
Πορτογαλικά (pt) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
penúltimo (pt) από το λατινικό paenultimus < paene + ultimus
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | penúltimo | penúltimos |
θηλυκό | penúltima | penúltimas |
penúltimo (pt)