pedometer
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
pedometer | pedometers |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαpedometer (en)
- ο βηματομετρητής, το βηματόμετρο
Δείτε επίσης
επεξεργασία- pedometer στην αγγλική Βικιπαίδεια
ενικός | πληθυντικός |
pedometer | pedometers |
pedometer (en)