peano
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- peano < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | peano | peanoj |
αιτιατική | peanon | peanojn |
peano (eo)
- ο παιάνας
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | peano | peanoj |
αιτιατική | peanon | peanojn |
peano (eo)