patento
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- patento < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | patento | patentoj |
αιτιατική | patenton | patentojn |
patento (eo)
- η πατέντα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | patento | patentoj |
αιτιατική | patenton | patentojn |
patento (eo)