pastro
Εσπεράντο (eo)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- pastro < → λείπει η ετυμολογία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pastro | pastroj |
αιτιατική | pastron | pastrojn |
pastro (eo)
- ο παπάς
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pastro | pastroj |
αιτιατική | pastron | pastrojn |
pastro (eo)