Ετυμολογία

επεξεργασία
pastiche < (άμεσο δάνειο) γαλλική pastiche (από το 1878) < ιταλική pasticcio < αρχαία ελληνική παστός  δείτε την Ετυμολογία στο παστίτσιο και παστίς

Ουσιαστικό

επεξεργασία

pastiche (en)

  1. παρωδία
  2. μουσικό ποτ πουρί
     συνώνυμα: medley
  3. ετερογενές μείγμα, συνονθύλευμα
     συνώνυμα: hodgepodge
  4. μεταμοντέρνα τεχνική συγγραφής που συνδυάζει πολλές παλαιότερες φόρμες σε μια καινούρια

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία