pasteurisation
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- pasteurisation < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pas.tœ.ʁi.za.sjɔ̃/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
pasteurisation | pasteurisations |
pasteurisation (fr) θηλυκό