pastelo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- pastelo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pastelo | pasteloj |
αιτιατική | pastelon | pastelojn |
pastelo (eo)
- η παστίλια
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pastelo | pasteloj |
αιτιατική | pastelon | pastelojn |
pastelo (eo)