Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
passavant passavants

passavant (fr) αρσενικό

  1. (νομικός όρος) άδεια μεταφοράς ενός εμπορεύματος χωρίς αυτό να υποβληθεί σε τελωνειακό δασμό
  2. (ναυτικός όρος) μέρος του καταστρώματος πλοίου που επιτρέπει την κυκλοφορία από το μπροστινό μέρος προς το πίσω