parodiste
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
parodiste | parodistes |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαparodiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- συγγραφέας μιας παρωδίας
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη parodie
ενικός | πληθυντικός |
parodiste | parodistes |
parodiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό