parietal
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
parietal (en)
- (ανατομία, οστεολογία, εγκεφαλολογία) βρεγματικός
- parietal bone - βρεγματικό οστό
- (βοτανική) πλευρικός, σχετικός με τα τοιχώματα ενός οργάνου ή κοιλότητας του οργανισμού
parietal (en)