Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

parietal (en)

  1. (ανατομία, οστεολογία, εγκεφαλολογία) βρεγματικός
    parietal bone - βρεγματικό οστό
  2. (βοτανική) πλευρικός, σχετικός με τα τοιχώματα ενός οργάνου ή κοιλότητας του οργανισμού