palpation
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
palpation | palpations |
Ουσιαστικό επεξεργασία
palpation (en)
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
palpation | palpations |
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pal.pa.sjɔ̃/
Ουσιαστικό επεξεργασία
palpation (fr) θηλυκό
- η ψηλάφηση