Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίρρημα επεξεργασία

palpably (en)

  1. ψηλαφητά, ψηλαφήσιμα (απ' το ψηλαφώ), ψηλαφίσιμα (απ' το ψηλαφίζω)
  2. απτά, χειροπιαστά
  3. (μεταφορικά) άμεσα, σαφώς και κατανοητά

Συνώνυμα επεξεργασία