Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
pagination paginations

  Ουσιαστικό επεξεργασία

pagination (fr) θηλυκό
σελιδαρίθμηση:

  • η αρίθμηση των σελίδων ενός βιβλίου, τετραδίου