périphérique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
périphérique (fr)
Le boulevard périphérique, le périf : ο περιφερειακός δακτύλιος (δρόμος).
périphérique (fr)
Le boulevard périphérique, le périf : ο περιφερειακός δακτύλιος (δρόμος).