Δείτε επίσης: pate, paté, páté, pâte, patě, Pate
      ενικός         πληθυντικός  
pâté pâtés

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

pâté (fr) αρσενικό

  1. (γαστρονομία) το πατέ
  2. (μεταφορικά) (οικείο) στρουμπουλό παιδί
  3. (πολεοδομία) οικοδομικό τετράγωνο, επιφάνεια που περικλείεται από τέσσερις δρόμους
  4. (στρατιωτικός όρος) οικοδόμημα που περιβρέχεται από θάλασσα, ποτάμι, λίμνη, κ.α.

Ομώνυμα / Ομόηχα

επεξεργασία