pâté
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
pâté | pâtés |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαpâté (fr) αρσενικό
- (γαστρονομία) το πατέ
- (μεταφορικά) (οικείο) στρουμπουλό παιδί
- (πολεοδομία) οικοδομικό τετράγωνο, επιφάνεια που περικλείεται από τέσσερις δρόμους
- (στρατιωτικός όρος) οικοδόμημα που περιβρέχεται από θάλασσα, ποτάμι, λίμνη, κ.α.