ovujo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ovujo | ovujoj |
αιτιατική | ovujon | ovujojn |
ovujo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ovujo | ovujoj |
αιτιατική | ovujon | ovujojn |
ovujo (eo)