Ετυμολογία

επεξεργασία
orthographier < orthogrphi(e) (ορθογραφία) + -er

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɔʁ.to.ɡʁa.fje/

orthographier (fr)

Συγγενικά

επεξεργασία