orthographier
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- orthographier < orthogrphi(e) (ορθογραφία) + -er
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɔʁ.to.ɡʁa.fje/
Ρήμα
επεξεργασίαorthographier (fr)
- ορθογραφώ, γράφω με τη σωστή ορθογραφία
- ⮡ Tu as mal orthographié son nom
- Έγραψες λάθος (με λανθασμένη ορθογραφία) το επώνυμό του.
- ≠ αντώνυμα: mal orthographier (ανορθογραφώ)
- ⮡ Tu as mal orthographié son nom
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- orthographier - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online
- orthographier - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé