organizo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | organizo | organizoj |
αιτιατική | organizon | organizojn |
organizo (eo)
- η οργάνωση
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | organizo | organizoj |
αιτιατική | organizon | organizojn |
organizo (eo)