organic
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | organic |
συγκριτικός | more organic |
υπερθετικός | most organic |
Επίθετο
επεξεργασία
organic (en)
- βιολογικός, οργανικός, που γίνεται χωρίς φυτοφάρμακα
- ⮡ I have converted from processed to organic foods.
- Έχω στραφεί από τα επεξεργασμένα τρόφιμα στα βιολογικά.
- ⮡ organic farming - οργανική καλλιέργεια
- ⮡ I have converted from processed to organic foods.
- (βιολογία) οργανικός, που παράγεται από έμβια όντα
- (χημεία) οργανικός, με αναφορά στον άνθρακα
- ⮡ organic chemistry - οργανική χημεία
- ⮡ an organic compound - οργανική ένωση
- οργανικός, που συμβαίνει με αργό και φυσικό τρόπο και όχι ξαφνικά
- ⮡ Our goal is the organic growth of overseas markets.
- Ο στόχος μας είναι η οργανική ανάπτυξη των αγορών του εξωτερικού.
- ⮡ Our goal is the organic growth of overseas markets.