Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
oreillette oreillettes

  Ουσιαστικό επεξεργασία

oreillette (fr) θηλυκό

  1. (ανατομία) ο κόλπος της καρδιάς
  2. (τεχνολογία) ακουστικό (τηλεφώνου, κλπ) που προσαρμόζεται μέσα στο αφτί