Ουσιαστικό

επεξεργασία

opulence (en)

  1. η χλιδή, η πολυτέλεια

Συνώνυμα

επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
opulence opulences

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

opulence (fr) θηλυκό