opulence
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαopulence (en)
- η χλιδή, η πολυτέλεια
Συνώνυμα
επεξεργασίαΓαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
opulence | opulences |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαopulence (fr) θηλυκό
opulence (en)
ενικός | πληθυντικός |
opulence | opulences |
opulence (fr) θηλυκό