optional
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
optional (en) (χωρίς παραθετικά)
- προαιρετικός
- ⮡ Is class attendance mandatory or optional?
- Είναι υποχρεωτική ή προαιρετική η παρακολούθηση στην τάξη;
- ⮡ Is class attendance mandatory or optional?
Πηγές
επεξεργασία
Γερμανικά (de)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
optional (de)