opportunité
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
opportunité | opportunités |
Ουσιαστικό επεξεργασία
opportunité (fr) θηλυκό
- η καταλληλότητα, η κατάλληλη στιγμή
- η σκοπιμότητα
ενικός | πληθυντικός |
opportunité | opportunités |
opportunité (fr) θηλυκό