operaciumo
Εσπεράντο (eo)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | operaciumo | operaciumoj |
αιτιατική | operaciumon | operaciumojn |
operaciumo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | operaciumo | operaciumoj |
αιτιατική | operaciumon | operaciumojn |
operaciumo (eo)