opalo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- opalo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | opalo | opaloj |
αιτιατική | opalon | opalojn |
opalo (eo)
- το οπάλιο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | opalo | opaloj |
αιτιατική | opalon | opalojn |
opalo (eo)