okzalo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | okzalo | okzaloj |
αιτιατική | okzalon | okzalojn |
okzalo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | okzalo | okzaloj |
αιτιατική | okzalon | okzalojn |
okzalo (eo)