oksido
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | oksido | oksidoj |
αιτιατική | oksidon | oksidojn |
oksido (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | oksido | oksidoj |
αιτιατική | oksidon | oksidojn |
oksido (eo)