Δείτε επίσης: oásis

Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
oasis oases

  Ουσιαστικό επεξεργασία

oasis (en)



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

ενικός πληθυντικός
oasis oasis

  Ετυμολογία επεξεργασία

oasis < δημώδης λατινική oasis

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɔ.a.zis/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

oasis (fr) θηλυκό (μερικές φορές συναντάται και στο αρσενικό)

  1. η όαση
  2. (μεταφορικά) η όαση
     συνώνυμα: îlot (παραδοσιακή ορθογραφία) (ilot (ορθογραφία του 1990))



Ισπανικά (es) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

oasis (es) αρσενικό