nunnery
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- nunnery < κληρονομημένο από τη μέση αγγλική nonnerie,[1] nunnerie, nunrye[2] (η ιδιότητα της μοναχής) ή από την αγγλοσαξονική nonnerie[3] < παλαιά γαλλική nonnerie[1] / nonerie[3] (μοναστήρι για καλόγριες) < nonne[2] (καλόγρια) < νεολατινική nonna (καλόγρια). Μορφολογικά αναλύεται σε: nun + -ery[1][4]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈnʌn.ɚ.i/ (ΗΠΑ)
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : nun‐ner‐y
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
nunnery | nunneries |
nunnery (en)
- (αρχαϊκό[6] ή λογοτεχνικό[7][8]) το μοναστήρι για καλόγριες
- (απαρχαιωμένο, μεταφορικά,[1] αργκό) το μπουρδέλο, ο οίκος ανοχής, το πορνείο, το χαμαιτυπείο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη nun
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 nunnery - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
- ↑ 2,0 2,1 nunnery - The Century Dictionary Online
- ↑ 3,0 3,1 nunnery - Webster’s Revised Unabridged Dictionary, G. & C. Merriam, 1913.
- ↑ 4,0 4,1 nunnery - Dictionary.com. Λήμματα από διάφορα λεξικά για την αγγλική γλώσσα. © 2019 Dictionary.com, LLC
- ↑ nunnery - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)
- ↑ Longman Dictionary of Contemporary English [Λεξικό Longman της σύγχρονης αγγλικής], Έσσεξ: Pearson Education, 6η έκδοση, 2014 (1η έκδοση 1978). ISBN 978-1-4479-5420-0.
- ↑ nunnery - Cambridge Dictionary online
- ↑ nunnery - Oxford Learner's Dictionaries