novgreka
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | novgreka | novgrekaj |
αιτιατική | novgrekan | novgrekajn |
novgreka (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | novgreka | novgrekaj |
αιτιατική | novgrekan | novgrekajn |
novgreka (eo)