novelo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- novelo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | novelo | noveloj |
αιτιατική | novelon | novelojn |
novelo (eo)
- η νουβέλα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | novelo | noveloj |
αιτιατική | novelon | novelojn |
novelo (eo)