novaĵgrupo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | novaĵgrupo | novaĵgrupoj |
αιτιατική | novaĵgrupon | novaĵgrupojn |
novaĵgrupo (eo)
- (πληροφορική) το newsgroup
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | novaĵgrupo | novaĵgrupoj |
αιτιατική | novaĵgrupon | novaĵgrupojn |
novaĵgrupo (eo)