Ετυμολογία

επεξεργασία
not that <  δείτε τις λέξεις not και that

not that (en)

  • (ιδιωματισμός) όχι πως, χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι δεν υπονοώ κάτι
      If he ever said such a thing—not that I ever heard him say it—he would be telling lies.
    Αν είπε ποτέ τέτοιο πράγμα—όχι πως τον άκουσε ποτέ να το λέει—είπε ψέματα.