not that
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαnot that (en)
- (ιδιωματισμός) όχι πως, χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι δεν υπονοώ κάτι
- ↪ If he ever said such a thing—not that I ever heard him say it—he would be telling lies.
- Αν είπε ποτέ τέτοιο πράγμα—όχι πως τον άκουσε ποτέ να το λέει—είπε ψέματα.
- ↪ If he ever said such a thing—not that I ever heard him say it—he would be telling lies.