nono
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
nono | nonos |
nono (fr) αρσενικό
- (φρούτο) πολυνησιακό φρούτο
- (Κεμπέκ) (ειρωνικό) χαζός, αφελής, « βλίτο »
- (έντομο) τροπικό έντομο του οποίου το τσίμπημα είναι πολύ οδυνηρό
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
nono | nonos |
nono (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαnono (it)