non-fungible token
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
non-fungible token | non-fungible tokens |
- (διαδίκτυο) μονάδα κρυπτονομίσματος η οποία καταγράφει την ιδιοκτησία ενός αντικειμένου
- συντομογραφία: NFT