Ετυμολογία

επεξεργασία
nie ma < nie ma

  Έκφραση

επεξεργασία

nie ma (pl)

  1. (κυριολεκτικά) δεν έχει
  2. δεν υπάρχει ή δεν υπάρχουν
    • δεν βρίσκεται εκεί
      na drodze nie ma samochodów - δεν υπάρχουν αυτοκίνητα στο δρόμο
      nikogo nie ma w domu - δεν υπάρχει κανείς στο σπίτι
    • είναι κάτι ανύπαρκτο
      nie ma takich samolotów, które by doleciały tam w minutę - δεν υπάρχουν τέτοια αεροπλάνα που να μπορούν να πετάξουν μέχρι εκεί σε ένα λεπτό